- αράπικος
- η , ο чёрный, смуглый;
αράπικα μούτρα — смуглое лицо;
§ αράπικο γινάτι — ярость;
αράπικа φιστίκια — арахис (плоды);
ο αράπικος — табак «арабика»
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αράπικα μούτρα — смуглое лицо;
§ αράπικο γινάτι — ярость;
αράπικа φιστίκια — арахис (плоды);
ο αράπικος — табак «арабика»
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αράπικος — η, ο 1. ο σχετικός με τον Αράπη ή την Αραπιά 2. «αράπικα φιστίκια» είδος φιστικιού, καρπός της αραχίδας 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα αράπικα η αραβική γλώσσα 4. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) χορός της κοιλιάς, ανατολίτικος … Dictionary of Greek
αράπικος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε Αράπη: Αυτό είναι πείσμα αράπικο. 2. αυτός που προέρχεται από την Αίγυπτο, την Αραβία ή την Αφρική: Εμπορευόταν το αράπικο φιστίκι. 3. ο μελαψός: Το πρόσωπό σου έγινε αράπικο. 4. το ουδ. στον πληθ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)